Ἴφιδα

Ἴφιδα
Ἴ̱φιδα , Ἶφις
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αναξαρέτη — Μυθολογικό πρόσωπο.Νέα από την Κύπρο, απόγονος του Τεύκρου, που αγαπήθηκε από τον Ίφιδα αλλά δεν συμμερίστηκε το αίσθημά του. Μία ημέρα, o Ίφις στην απελπισία του κρεμάστηκε. Όταν έγινε η κηδεία του, η Α. έσκυψε από το παράθυρό της να τη δει και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”